νωχελία: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νωχελία:''' ἡ, Επικ. -ίη, [[τεμπελιά]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''νωχελία:''' ἡ, Επικ. -ίη, [[τεμπελιά]], [[οκνηρία]], [[νωθρότητα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νωχελία:''' ион. [[νωχελίη]] ἡ вялость, лень (βραδυτὴς καὶ ν. Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 1 January 2019
English (LSJ)
Ep. νωχελίη, ἡ,
A laziness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Il.19.411, cf. Orph.Fr.286, Vett.Val.2.6 (pl.), Iamb.VP15.65 :—also νωχέλεια, Orib.Fr.58, Hsch.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.
Greek (Liddell-Scott)
νωχελία: Ἐπικ. τύπος τοῦ νωχέλεια, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωχελής.
Greek Monolingual
νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)
βλ. νωχέλεια.
Greek Monotonic
νωχελία: ἡ, Επικ. -ίη, τεμπελιά, οκνηρία, νωθρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
νωχελία: ион. νωχελίη ἡ вялость, лень (βραδυτὴς καὶ ν. Hom.).