ὀνεία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνεία:''' (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]], [[τομάρι]] γαιδάρου, θηλ. του [[ὄνειος]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''ὀνεία:''' (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]], [[τομάρι]] γαιδάρου, θηλ. του [[ὄνειος]], σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνεία:''' ἡ (sc. [[δορά]]) ослиная шкура или кожа Babr.
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.

French (Bailly abrégé)

v. ὄνειος¹.

Greek Monolingual

ὀνεία, ἡ (Α)
βλ. όνειος.

Greek Monotonic

ὀνεία: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα, τομάρι γαιδάρου, θηλ. του ὄνειος, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνεία: ἡ (sc. δορά) ослиная шкура или кожа Babr.