ὄρεσφι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄρεσφι:''' -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του [[ὄρος]], [[βουνό]].
|lsmtext='''ὄρεσφι:''' -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του [[ὄρος]], [[βουνό]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄρεσφι:''' (ν) эп. gen. и dat. sing. и pl. к [[ὄρος]].
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρεσφι Medium diacritics: ὄρεσφι Low diacritics: όρεσφι Capitals: ΟΡΕΣΦΙ
Transliteration A: óresphi Transliteration B: oresphi Transliteration C: oresfi Beta Code: o)/resfi

English (LSJ)

ὄρεσφιν, Ep. gen. and dat. sg. and pl. of ὄρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὄρεσφι: -φιν, Ἐπικ. γενικ. καὶ δοτικ. ἑνικ. καὶ πληθυν. τοῦ ὄρος, τό.

French (Bailly abrégé)

dat. pl. épq. de ὄρος.

English (Autenrieth)

see ὄρος.

Greek Monotonic

ὄρεσφι: -φιν, Επικ. γεν. και δοτ. ενικ. και πληθ. του ὄρος, βουνό.

Russian (Dvoretsky)

ὄρεσφι: (ν) эп. gen. и dat. sing. и pl. к ὄρος.