ὀμφαλοτομία: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀμφαλητομία]] και [[ὀμφαλοτομία]]) [[ομφαλοτόμος]]<br />η [[μετά]] τον τοκετό [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[διατομή]] του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών [[γύρω]] από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.
|mltxt=η (Α [[ὀμφαλητομία]] και [[ὀμφαλοτομία]]) [[ομφαλοτόμος]]<br />η [[μετά]] τον τοκετό [[αποκοπή]] του ομφάλιου λώρου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> η [[διατομή]] του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών [[γύρω]] από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμφᾰλοτομία:''' ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλοτομία Medium diacritics: ὀμφαλοτομία Low diacritics: ομφαλοτομία Capitals: ΟΜΦΑΛΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: omphalotomía Transliteration B: omphalotomia Transliteration C: omfalotomia Beta Code: o)mfalotomi/a

English (LSJ)

ὀμφᾰλο-τόμος,

   A v. ὀμφαλητ-.

German (Pape)

[Seite 343] ἡ, v. l. für ὀμφαλητομία.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.

Greek Monolingual

η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλοτομία: ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.