Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀστώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀστώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεώδης]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὀστώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεώδης]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀστώδης:''' костистый ([[κεφαλή]] Xen.; τὰ σκέλη Arst.).
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστώδης Medium diacritics: ὀστώδης Low diacritics: οστώδης Capitals: ΟΣΤΩΔΗΣ
Transliteration A: ostṓdēs Transliteration B: ostōdēs Transliteration C: ostodis Beta Code: o)stw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like bone, bony, X.Eq.1.8, 5.6, Arist.HA500b23, al., Thphr.HP3.18.5; ὀ. μέρη PMed.in Arch.Pap.4.271 (iii A. D.), cf. Porph.Gaur.17.7: Comp. -έστερος Arist.PA654a30.

German (Pape)

[Seite 401] ες, knochenartig, knochig, Arist. bei Ath. VII, 310; Xen. Equ. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, πλήρης ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, αὐτόθι 3. 7, 11.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
osseux.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀστώδης, -ῶδες)
βλ. οστεώδης.

Greek Monotonic

ὀστώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με οστό, οστεώδης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀστώδης: костистый (κεφαλή Xen.; τὰ σκέλη Arst.).