ὀφείδιον: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(30)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ὀφείδιον]])<br /><b>βλ.</b> [[οφίδιο]](<i>ν</i>).
|mltxt=το (ΑΜ [[ὀφείδιον]])<br /><b>βλ.</b> [[οφίδιο]](<i>ν</i>).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφείδιον:''' τό змейка или змееныш Arst.
}}
}}

Revision as of 01:16, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 424] τό, wie ὀφίδιον, dim. von ὄφις, richtigere Form.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφείδιον: (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ ὄφις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «ὄφις· ποιὸς ἰχθὺς» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀφείδιον)
βλ. οφίδιο(ν).

Russian (Dvoretsky)

ὀφείδιον: τό змейка или змееныш Arst.