ονήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(29)
 
(3b)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνήτωρ]] και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀνη</i>- του [[ὀνίνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[ὀνήτωρ]] και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀνη</i>- του [[ὀνίνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ονήτωρ:''' дор. [[ὀνάτωρ]], ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.
}}
}}

Revision as of 01:24, 1 January 2019

Greek Monolingual

ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].

Russian (Dvoretsky)

ονήτωρ: дор. ὀνάτωρ, ορος (ᾱ) adj. m приносящий пользу, благодетельный Pind.