παρανήτη: Difference between revisions

From LSJ

περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts

Source
(31)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή, ΝΜΑ, και [[παρανεάτη]] Α<br /><b>μουσ.</b> (στην [[ονοματοθεσία]] τών χορδών και τών βαθμίδων της κλίμακας) η τετάρτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νεάτη]] / [[νήτη]] «η κατώτατη [[χορδή]]»].
|mltxt=ή, ΝΜΑ, και [[παρανεάτη]] Α<br /><b>μουσ.</b> (στην [[ονοματοθεσία]] τών χορδών και τών βαθμίδων της κλίμακας) η τετάρτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[νεάτη]] / [[νήτη]] «η κατώτατη [[χορδή]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''παρανήτη:''' ἡ стяж. Arst. = [[παρανεάτη]].
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανήτη Medium diacritics: παρανήτη Low diacritics: παρανήτη Capitals: ΠΑΡΑΝΗΤΗ
Transliteration A: paranḗtē Transliteration B: paranētē Transliteration C: paraniti Beta Code: paranh/th

English (LSJ)

(sc. χορδή), ἡ,

   A string next below the, νήτη, Arist. Ph.248b9, Metaph. 1018b28, Plu.2.1137c, etc. :—also παρανεάτη, Cratin.134.

German (Pape)

[Seite 491] ἡ, sc. χορδή, die Saite neben der untersten, die vorletzte, Arist. metaph. 4, 11 u. Music.

Greek (Liddell-Scott)

παρανήτη: (ἐξυπακ. χορδή), ἡ, ἡ χορδὴ ἡ ἀμέσως πρὸ τῆς τελευταίας, δηλ. ἡ προτελευταία τῶν πέντε χορδῶν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 4, 4, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 11, 4, Πλούτ. 2. 1137C, κτλ.· οὕτω παρανεάτη, Κρατῖνος ἐν «Νόμοις» 14· πρβλ. παραμέση.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
s.e. χορδή;
avant dernière corde de la lyre.
Étymologie: παρά, νήτη.

Greek Monolingual

ή, ΝΜΑ, και παρανεάτη Α
μουσ. (στην ονοματοθεσία τών χορδών και τών βαθμίδων της κλίμακας) η τετάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νεάτη / νήτη «η κατώτατη χορδή»].

Russian (Dvoretsky)

παρανήτη: ἡ стяж. Arst. = παρανεάτη.