παρασυναπτικός: Difference between revisions
From LSJ
(31) |
(3b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρασυνάπτομαι]]<br /><b>φρ.</b> «[[παρασυναπτικός]] [[σύνδεσμος]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]] που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την [[προσθήκη]] ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ' ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν<br />εἰσὶ δὲ οἵδε, [[ἐπεί]], [[ἐπείπερ]], [[ἐπειδή]], ἐπειδήπερ», Διον. Πρ.). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[παρασυνάπτομαι]]<br /><b>φρ.</b> «[[παρασυναπτικός]] [[σύνδεσμος]]»<br /><b>γραμμ.</b> [[σύνδεσμος]] που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την [[προσθήκη]] ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ' ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν<br />εἰσὶ δὲ οἵδε, [[ἐπεί]], [[ἐπείπερ]], [[ἐπειδή]], ἐπειδήπερ», Διον. Πρ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασῠναπτικός:''' грам. выражающий фактическую причинную связь, винословный, причинный ([[σύνδεσμος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 501] ή, όν, daneben, damit verbindend, Gramm., z. B. B. A. 643, 1; Schol. Eur. Hec. 779.
Greek (Liddell-Scott)
παρασυναπτικός: σύνδεσμος, «παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ’ ὑπάρξεως καὶ τάξιν δηλοῦσιν· εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεὶ, ἐπείπερ. ἑπειδή, ἐπειδήπερ» Α. Β. 643, 1, κτλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παρασυνάπτομαι
φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ' ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν
εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή, ἐπειδήπερ», Διον. Πρ.).
Russian (Dvoretsky)
παρασῠναπτικός: грам. выражающий фактическую причинную связь, винословный, причинный (σύνδεσμος).