παρασυνάπτομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., to be connected by a causal particle, Crinis Stoic.3.269; [τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον Ph.1.321, cf. A.D.Synt.8.10.
Greek (Liddell-Scott)
παρασυνάπτομαι: Παθ., συνάπτομαι διὰ μορίου (ἴδε τὸ προηγούμ.), Διογ. Λ. 7. 71, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 14, κτλ.
Greek Monolingual
Α
συνάπτομαι, συνδέομαι με έναν αιτιώδη σύνδεσμο («[τῶν ἀξιωμάτων] τὰ μὲν συνημμένα, τὰ δὲ παρασυνημμένα τὸ μᾶλλον ἤ ἧττον παρασυνάπτονται», Κρίν. Στωικ.).