πάρμονος: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
(31)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />ποιητ. τ. του [[παράμονος]].
|mltxt=-ον, Α<br />ποιητ. τ. του [[παράμονος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πάρμονος:''' (= [[παράμονος]]) Pind. = [[παραμόνιμος]].
}}
}}

Revision as of 01:44, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 524] poet. statt παράμονμος, Pind. u. Theogn.

English (Slater)

πάρμονος
   1 abiding σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος pr. (N. 8.17)

Greek Monolingual

-ον, Α
ποιητ. τ. του παράμονος.

Russian (Dvoretsky)

πάρμονος: (= παράμονος) Pind. = παραμόνιμος.