περίκομπος: Difference between revisions

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
(32)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />[[γεμάτος]] κομπασμό, [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] / [[χτύπος]], «[[καύχηση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κομπος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />[[γεμάτος]] κομπασμό, [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόμπος]] / [[χτύπος]], «[[καύχηση]]» (<b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κομπος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''περίκομπος:''' тщеславный, хвастливый (Aesch. - v. l. к [[περίχαυνος]]).
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

περίκομπος: -ον, πλήρης κόμπου, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 878.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος κομπασμό, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόμπος / χτύπος, «καύχηση» (πρβλ. πολύ-κομπος)].

Russian (Dvoretsky)

περίκομπος: тщеславный, хвастливый (Aesch. - v. l. к περίχαυνος).