περιεσταλμένως: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[επιφύλαξη]], με [[συστολή]]<br /><b>3.</b> με κομψό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>περιεσταλμένος</i> του [[περιστέλλω]].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[επιφύλαξη]], με [[συστολή]]<br /><b>3.</b> με κομψό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. παθ. παρακμ. <i>περιεσταλμένος</i> του [[περιστέλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιεσταλμένως:''' [part. pf. pass. к [[περιστέλλω]] скрыто Diog. L.
}}
}}

Revision as of 02:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιεσταλμένως Medium diacritics: περιεσταλμένως Low diacritics: περιεσταλμένως Capitals: ΠΕΡΙΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: periestalménōs Transliteration B: periestalmenōs Transliteration C: periestalmenos Beta Code: periestalme/nws

English (LSJ)

Adv., (περιστέλλω)

   A couertly, Arr.Epict.3.7.13, D.L.7.16; τὰ αἰσχρὰ π. ἀπαγγέλλειν gloss them over, Theon Prog.2 : gloss on εὐσταλέως, Erot.

German (Pape)

[Seite 575] adv. part. perf. pass. von περιστέλλω, versteckt, Schol. Ar. Equ. 18.

Greek (Liddell-Scott)

περιεσταλμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ περιστέλλω, κρυφίως, μυστικῶς, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 7, 13, Διογ. Λ. 16.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. κρυφά, μυστικά
2. με επιφύλαξη, με συστολή
3. με κομψό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος του περιστέλλω.

Russian (Dvoretsky)

περιεσταλμένως: [part. pf. pass. к περιστέλλω скрыто Diog. L.