πιέμεν: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(6)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πιέμεν:''' Επικ. αντί [[πιεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[πίνω]].
|lsmtext='''πιέμεν:''' Επικ. αντί [[πιεῖν]], απαρ. αορ. βʹ του [[πίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πῐέμεν:''' эп. inf. aor. к [[πίνω]].
}}
}}

Revision as of 02:16, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de πίνω.

Greek Monotonic

πιέμεν: Επικ. αντί πιεῖν, απαρ. αορ. βʹ του πίνω.

Russian (Dvoretsky)

πῐέμεν: эп. inf. aor. к πίνω.