πόρθημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πόρθημα:''' -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.
|lsmtext='''πόρθημα:''' -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πόρθημα:''' ατος τό (результат) разорение, разрушение (ἁρπαγαὶ καὶ πορθήματα Plut.).
}}
}}

Revision as of 02:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρθημα Medium diacritics: πόρθημα Low diacritics: πόρθημα Capitals: ΠΟΡΘΗΜΑ
Transliteration A: pórthēma Transliteration B: porthēma Transliteration C: porthima Beta Code: po/rqhma

English (LSJ)

ατος, τό, = sq., Plu. Sull. 16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 683] τό, das Zerstörte, Plut. Sull. 16.

Greek (Liddell-Scott)

πόρθημα: τό, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Σύλλ. 16.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dévastation, ruine, pillage.
Étymologie: πορθέω.

Greek Monolingual

τὸ, Α πορθώ
1. εκπόρθηση πόλης
2. λεηλασία, λαφυραγωγία.

Greek Monotonic

πόρθημα: -ατος, τό, = το επόμ., σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πόρθημα: ατος τό (результат) разорение, разрушение (ἁρπαγαὶ καὶ πορθήματα Plut.).