πολύρρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύρρηνος:''' -ον ([[ῥήν]]), [[πλούσιος]] σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ. έχουμε ετερόκλ. ονομ., [[ἄνδρες]] πολύρρηνες, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πολύρρηνος:''' -ον ([[ῥήν]]), [[πλούσιος]] σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ. έχουμε ετερόκλ. ονομ., [[ἄνδρες]] πολύρρηνες, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύρρηνος:''' Hom., Aesch. = [[πολύρρην]].
}}
}}

Revision as of 02:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρρηνος Medium diacritics: πολύρρηνος Low diacritics: πολύρρηνος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΗΝΟΣ
Transliteration A: polýrrēnos Transliteration B: polyrrēnos Transliteration C: polyrrinos Beta Code: polu/rrhnos

English (LSJ)

ον, = foreg., of a person, Od.11.257; of a country, A.Eleg.3;

   A σταθμός Q.S.2.331.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρρηνος: -ον, ὁ πολλὰ ποίμνια ἔχων, Πελίης μὲν ἐν εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ ναῖε πολύρρηνος Ὀδ. Λ. 256· ἐπὶ χώρας Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449, κτλ.· ― ἐν τῷ πληθ., ἔχομεν ἑτερόκλιτον ὄνομ., ἄνδρες πολύρρηνες Ἰλ. Ι. 154, 296, Ἡσ. Ἀποσπ. 39. 3· δοτική τις πολύρρηνι μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσύχ.· καὶ ὀνομ. πολύρρην ἀπαντᾷ παρά τινι Ποιητῇ ἐν Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πολύρρην.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλά ποίμνια, πολλά πρόβατα, πολύρρην
2. (για χώρα) αυτός που εκτρέφει πολλά πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρρηνος (< ῥήν, βλ. λ. πολύρρην)].

Greek Monotonic

πολύρρηνος: -ον (ῥήν), πλούσιος σε πρόβατα, σε Ομήρ. Οδ.· στον πληθ. έχουμε ετερόκλ. ονομ., ἄνδρες πολύρρηνες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

πολύρρηνος: Hom., Aesch. = πολύρρην.