πρωτοσπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σπέρνει ή γεννά ή γονιμοποιεί [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> πρωτ(ο)- <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σπέρνει ή γεννά ή γονιμοποιεί [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> πρωτ(ο)- <span style="color: red;">+</span> -[[σπόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[σπόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[σπείρω]]). Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].
}}
{{elru
|elrutext='''πρωτοσπόρος:''' вначале рожденный, первозданный ([[ἀρχή]] Luc.).
}}
}}

Revision as of 03:11, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοσπόρος Medium diacritics: πρωτοσπόρος Low diacritics: πρωτοσπόρος Capitals: ΠΡΩΤΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: prōtospóros Transliteration B: prōtosporos Transliteration C: protosporos Beta Code: prwtospo/ros

English (LSJ)

ον,

   A sowing or begetting first, Luc.Am.32; μόθου π. ἀρχή Coluth.62.    II proparox. πρωτόσπορος, ον, Pass., first sown or generated, Theodect.18, Nonn.D.9.142, etc.

German (Pape)

[Seite 806] zuerst säend, zeugend, u. mit verändertem Ton, πρωτόσπορος, zuerst gesäet, gezeugt; ἀρχή, Luc. amor. 32, wie Coluth. 62; Ἥρη, Nonn. D. 9, 142; Christus, θεοῦ φωνή, Claudian. (I, 19).

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοσπόρος: -ον, ὁ σπείρων ἢ γεννῶν ἢ γονιμοποιῶν πρῶτος, Λουκ. Ἔρωτ. 32· μόθου πρ. ἀρχὴ Κόλουθ. 61. ΙΙ. προπαροξ. πρωτόσπορος, ον, ὁ πρῶτος σπαρεὶς ἢ γονιμοποιηθείς, Θεοδέκτης Φασιλίτις κατὰ τὸν Ἕρμιππον παρ’ Ἀθην. 451F, Νόνν. Δ. 9. 142, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σπέρνει ή γεννά ή γονιμοποιεί πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -σπόρος (< σπόρος < σπείρω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.].

Russian (Dvoretsky)

πρωτοσπόρος: вначале рожденный, первозданный (ἀρχή Luc.).