σπαθητός: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235
(38)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν και δωρ. τ. [[σπαθατός]], -ά, -όν, Α [[σπαθῶ]]<br /><b>1.</b> (για ύφασμα) [[πυκνά]] υφασμένος, [[κρουστός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σπαθητόν<br />γυναικεῑον».
|mltxt=-ή, -όν και δωρ. τ. [[σπαθατός]], -ά, -όν, Α [[σπαθῶ]]<br /><b>1.</b> (για ύφασμα) [[πυκνά]] υφασμένος, [[κρουστός]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σπαθητόν<br />γυναικεῑον».
}}
{{elru
|elrutext='''σπᾰθητός:''' уплотненный, плотно сотканный, плотный (ὑφάσματα Aesch.).
}}
}}

Revision as of 03:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰθητός Medium diacritics: σπαθητός Low diacritics: σπαθητός Capitals: ΣΠΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: spathētós Transliteration B: spathētos Transliteration C: spathitos Beta Code: spaqhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A struck with the σπάθη, compactly woven, A.Fr.365, Democr.Eph. 1.

German (Pape)

[Seite 915] von Geweben, die auf dem senkrechten Webstuhle mit der σπάθη gewebt u. dichtgemacht sind; ὑφάσματα, Aesch. frg. 330, χλαῖνα, Soph. bei Poll. 7, 36.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθητός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς σπάθης κτυπηθείς, πυκνῶς ὑφασμένος, «κρουστός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 331, Σοφοκλ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 36, πρβλ. Ἀθήν. 525D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθητόν· γυναικεῖον».

Greek Monolingual

-ή, -όν και δωρ. τ. σπαθατός, -ά, -όν, Α σπαθῶ
1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν
γυναικεῑον».

Russian (Dvoretsky)

σπᾰθητός: уплотненный, плотно сотканный, плотный (ὑφάσματα Aesch.).