στειπτός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6)
(4)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στειπτός:''' -ή, -όν, βλ. [[στιπτός]].
|lsmtext='''στειπτός:''' -ή, -όν, βλ. [[στιπτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''στειπτός:''' (adj. verb. к [[στείβω]]) утоптанный ([[φυλλάς]] Soph. - v. l. [[στιπτός]] и [[στρωτός]]).
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 933] = στιπτός, φυλλάς, Soph. Phil. 33.

Greek (Liddell-Scott)

στειπτός: -ή, -όν, ἴδε στιπτός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
foulé.
Étymologie: στείβω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. στιπτός.

Greek Monotonic

στειπτός: -ή, -όν, βλ. στιπτός.

Russian (Dvoretsky)

στειπτός: (adj. verb. к στείβω) утоптанный (φυλλάς Soph. - v. l. στιπτός и στρωτός).