στεφανηπλόκια: Difference between revisions
From LSJ
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στεφᾰνηπλόκια:''' τά, [[τόπος]] όπου πλέκονται ή πωλούνται στεφάνια, σε Ανθ. | |lsmtext='''στεφᾰνηπλόκια:''' τά, [[τόπος]] όπου πλέκονται ή πωλούνται στεφάνια, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεφᾰνηπλόκια:''' τά место, где плетут и продают венки Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
τά,
A place where wreaths are plaited or sold, AP12.8 (Strat.): sg. στεφανοπλόκιον, = coronarium, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος ἔνθα πλέκονται ἢ πωλοῦνται στέφανοι, Ἀνθ. Π. 12. 8.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
lieu où l’on tresse et vend des couronnes.
Étymologie: στεφανηπλόκος.
Greek Monolingual
τά, Α στεφανηπλόκος
τόπος όπου έπλεκαν ή πωλούσαν στεφάνια.
Greek Monotonic
στεφᾰνηπλόκια: τά, τόπος όπου πλέκονται ή πωλούνται στεφάνια, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνηπλόκια: τά место, где плетут и продают венки Anth.