συνδιορθόω: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
(6_5) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιορθόω''': διορθώνω συγχρόνως, ἐπανορθῶ, τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον [[μέλος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 753. 2) διορθώνω, βελτιῶ συγχρόνως, τι Ἀριστ. Τοπ. 6. 14. 4˙ τινα, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 19. | |lstext='''συνδιορθόω''': διορθώνω συγχρόνως, ἐπανορθῶ, τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον [[μέλος]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 753. 2) διορθώνω, βελτιῶ συγχρόνως, τι Ἀριστ. Τοπ. 6. 14. 4˙ τινα, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 19. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιορθόω:''' досл. одновременно выпрямлять, перен. исправлять (τοὺς ἀσαφεῖς τῶν ὀρισμῶν Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A straighten at the same time, set a dislocated joint, Hp.Fract.4. 2 correct or improve at the same time, τι Arist.Top. 151b7; τί τινι prob. in Men.Pk.161; τινα Iamb.VP19.92; ἴχνος εἰς ὁμοιότητα Porph.Plot.1.
German (Pape)
[Seite 1009] mit od. zugleich grade machen, einrenken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιορθόω: διορθώνω συγχρόνως, ἐπανορθῶ, τοποθετῶ ἐξηρθρωμένον μέλος, Ἱππ. π. Ἀγμ. 753. 2) διορθώνω, βελτιῶ συγχρόνως, τι Ἀριστ. Τοπ. 6. 14. 4˙ τινα, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 19.
Russian (Dvoretsky)
συνδιορθόω: досл. одновременно выпрямлять, перен. исправлять (τοὺς ἀσαφεῖς τῶν ὀρισμῶν Arst.).