συμπλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />συμπλανῶμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάζω]] «περιπλανιέμαι»].
|mltxt=ΜΑ<br />συμπλανῶμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλάζω]] «περιπλανιέμαι»].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπλάζομαι:''' Soph. = [[συμπλανάομαι]].
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπλάζομαι Medium diacritics: συμπλάζομαι Low diacritics: συμπλάζομαι Capitals: ΣΥΜΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: symplázomai Transliteration B: symplazomai Transliteration C: symplazomai Beta Code: sumpla/zomai

English (LSJ)

f.l. in S.Fr.373.5 for συνοπάζεται.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πλάζομαι), = Folgdm.

Greek (Liddell-Scott)

συμπλάζομαι: τῷ ἑπομ., Σοφ. Ἀποσπ. 342 (Δινδ., τὰ Ἀντίγραφα Διον. τοῦ Ἁλ. ἔχουσι συνοπάζεται), Νικήτ. Χρον. 24C.

Greek Monolingual

ΜΑ
συμπλανῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλάζω «περιπλανιέμαι»].

Greek Monolingual

ΜΑ
συμπλανῶμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλάζω «περιπλανιέμαι»].

Russian (Dvoretsky)

συμπλάζομαι: Soph. = συμπλανάομαι.