συνευνάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(6)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνευνάζομαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πίνδ., Σοφ.
|lsmtext='''συνευνάζομαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πίνδ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνευνάζομαι:''' вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ao. συνηυνάσθην;
s’unir à, τινι.
Étymologie: σύν, εὐνάζω.

Greek Monotonic

συνευνάζομαι: Παθ., κοιμάμαι μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική επαφή, σε Πίνδ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνευνάζομαι: вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.).