συνευνάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6) |
(4b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνευνάζομαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πίνδ., Σοφ. | |lsmtext='''συνευνάζομαι:''' Παθ., [[κοιμάμαι]] μαζί με κάποιον, λέγεται για σαρκική [[επαφή]], σε Πίνδ., Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνευνάζομαι:''' вступать в половую связь (τινι Pind., Soph., Luc.). | |||
}} | }} |