συνθάλπω: Difference between revisions
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] αμοιβαίως· μεταφ., [[θερμαίνω]] την [[ψυχή]] κάποιου, του καταπραΰνω την [[ψυχή]] με κολακευτικά [[λόγια]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''συνθάλπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[θερμαίνω]], [[ζεσταίνω]] αμοιβαίως· μεταφ., [[θερμαίνω]] την [[ψυχή]] κάποιου, του καταπραΰνω την [[ψυχή]] με κολακευτικά [[λόγια]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνθάλπω:''' <b class="num">1)</b> вместе согревать (τὸ [[σῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. согревать, утешать (μύθοις τινά Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A warm thoroughly, ἑαυτούς Plu.2.974c, cf. Hp.Salubr.7:— Pass., Id.Aff.15. 2 metaph., warm or soothe by cheering words, μηδέ μ' . . ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν A.Pr.685.
Greek (Liddell-Scott)
συνθάλπω: θερμαίνω ἀμοιβαίως, ἡσυχίαν ἄγουσι κατακείμενοι (οἱ λύκοι...) καὶ συνθάλποντες ἑαυτοὺς Πλούτ. 2. 974C· ― μεταφορ., θάλπω ἢ καταπραΰνω διὰ κολακευτικῶν λόγων προσέτι, μηδὲ μ’ οἰκτίσας ξύνθαλπε μύθοις ψευδέσιν Αἰσχύλ. Πρ. 685.
French (Bailly abrégé)
échauffer ensemble.
Étymologie: σύν, θάλπω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθάλπω Α
1. θερμαίνω αμοιβαίως, αλληλοθερμαίνω
2. μτφ. καταπραΰνω, μαλακώνω επιπροσθέτως κάποιον με κολακευτικά λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θάλπω «ζεσταίνω, θερμαίνω»].
Greek Monotonic
συνθάλπω: μέλ. -ψω, θερμαίνω, ζεσταίνω αμοιβαίως· μεταφ., θερμαίνω την ψυχή κάποιου, του καταπραΰνω την ψυχή με κολακευτικά λόγια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνθάλπω: 1) вместе согревать (τὸ σῶμα Plut.);
2) перен. согревать, утешать (μύθοις τινά Aesch.).