συνιστορέω: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_2) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνιστορέω''': [[ὁμοῦ]] γινώσκω, [[σύνοιδα]], σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι [[ὁμοῦ]], Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35. | |lstext='''συνιστορέω''': [[ὁμοῦ]] γινώσκω, [[σύνοιδα]], σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι [[ὁμοῦ]], Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνιστορέω:''' сознавать: ὁ συνιστορῶν [[αὑτῷ]] τι Men. сознающий за собой что-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:16, 1 January 2019
English (LSJ)
A know together, σ. αὑτῷ τι to be conscious of a thing, Men.632; ἑαυτῷ ὅτι . .Aristeas 215; ἑαυτῷ κακὸν πεπραχότι Id.260, cf. PSI1.64.22 (i B.C.), Phld.Mus. p.84 K.: c. inf., Aristeas 243 (dub. l.). 2 σ. κακοῖς consort with . ., Vett.Val.126.22; οἱ συνιστοροῦντες accomplices, Heph.Astr.3.37 in Cat.Cod.Astr.8(1).156. 3 c. acc., connive at, φόνον SIG985.22 (Philadelphia), cf. PSI8.901.12 (i A.D.). II record as well, Cleanth.Stoic.1.133, Ptol.Geog.1.17.4, Eust.265.34. 2 reckon up, τὰ πλήθη τῶν ὑποστελλομένων PTeb. 24.51 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συνιστορέω: ὁμοῦ γινώσκω, σύνοιδα, σ. αὑτῷ τι, ἔχω συνείδησιν πράγματός τινος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 86. ΙΙ. ἱστορῶ, διηγοῦμαι ὁμοῦ, Κλεάνθης παρ’ Ἀθην. 471Β, Πτολεμ. 1. 17, 5· ὡς δὲ καὶ ἀγελαῖοι ἐκαλοῦντό τινες ἄρτοι... συνιστορεῖ καὶ Ἀθήναιος Εὐστ. 265, 35.
Russian (Dvoretsky)
συνιστορέω: сознавать: ὁ συνιστορῶν αὑτῷ τι Men. сознающий за собой что-л.