σφαδασμός: Difference between revisions
From LSJ
ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief
(6) |
(4b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σφᾰδασμός:''' ὁ, [[σπασμός]], [[σύσπαση]] μελών, [[σπαρτάρισμα]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σφᾰδασμός:''' ὁ, [[σπασμός]], [[σύσπαση]] μελών, [[σπαρτάρισμα]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφᾰδασμός:''' ὁ подергивание, судорога (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:24, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰδασμός: ὁ, ὡς τὸ σπασμός, σύσπασις τῶν μελῶν, σπασμώδης κίνησις, «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.
Greek Monotonic
σφᾰδασμός: ὁ, σπασμός, σύσπαση μελών, σπαρτάρισμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰδασμός: ὁ подергивание, судорога (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.).