συνεπιχειρέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεπιχειρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική [[επιχείρηση]] από κοινού, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συνεπιχειρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική [[επιχείρηση]] από κοινού, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεπιχειρέω:''' вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:36, 1 January 2019
English (LSJ)
A make an attempt together upon, πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Plb.3.84.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιχειρέω: ἐπιχειρῶ ὁμοῦ, ἐπιτίθεμαι ὁμοῦ, συνεπεχείρει πανταχόθεν ἅμα τοῖς πολεμίοις Πολύβ. 3. 84. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
attaquer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιχειρέω.
Greek Monotonic
συνεπιχειρέω: μέλ. -ήσω, επιτίθεμαι, επιδίδομαι σε πολεμική επιχείρηση από κοινού, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιχειρέω: вместе или сразу нападать (τοῖς πολεμίοις Polyb.).