τετρίγει: Difference between revisions
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ. | |lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετρίγει:''' эп. 3 л. sing. ppf. к [[τρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:44, 1 January 2019
English (LSJ)
τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας,
A v. τρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,
English (Autenrieth)
see τρίζω.
Greek Monotonic
τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.
Russian (Dvoretsky)
τετρίγει: эп. 3 л. sing. ppf. к τρίζω.