τρισκαιδεκέτης: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(6)
(4b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρισκαιδεκέτης:''' -ου, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] δεκατριών ετών, σε Λυσ.
|lsmtext='''τρισκαιδεκέτης:''' -ου, ὁ ([[ἔτος]]), αυτός που έχει [[ηλικία]] δεκατριών ετών, σε Λυσ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρισκαιδεκέτης:''' Anth. = [[τρισκαιδεκαέτης]].
}}
}}

Revision as of 04:52, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ἡλικίαν δεκατριῶν ἐτῶν, Λυσί. 116. 28.

French (Bailly abrégé)

c. τρισκαιδεκαέτης.

Greek Monolingual

-ες, Α
βλ. τρεισκαιδεκ(α)έτης.

Greek Monotonic

τρισκαιδεκέτης: -ου, ὁ (ἔτος), αυτός που έχει ηλικία δεκατριών ετών, σε Λυσ.

Russian (Dvoretsky)

τρισκαιδεκέτης: Anth. = τρισκαιδεκαέτης.