ὑδαρώδης: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(42)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Μ [[ὑδαρής]]<br />[[υδατώδης]].
|mltxt=-ῶδες, Μ [[ὑδαρής]]<br />[[υδατώδης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑδᾰρώδης:''' покрытый водой, влажный (τόποι Arst.).
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1172] ες, von wässeriger Art, von wässerigem Ansehen, τόποι Arist. plant. 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδαρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὑδατώδης τὴν φύσιν, τόποι Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· ὁ τύπος ὑδαροειδὴς εἶναι πιθανῶς ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ ὑδερ- παρ’ Ἀλεξ. Τραλλ. 643.

Greek Monolingual

-ῶδες, Μ ὑδαρής
υδατώδης.

Russian (Dvoretsky)

ὑδᾰρώδης: покрытый водой, влажный (τόποι Arst.).