ὑπερούριος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερούριος:''' -ον, Ιων. και ποιητ. αντί [[ὑπερόριος]]. | |lsmtext='''ὑπερούριος:''' -ον, Ιων. και ποιητ. αντί [[ὑπερόριος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερούριος:''' и 3 ион. = [[ὑπερόριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, Ion. and poet. for ὑπερόριος (q. v.).
German (Pape)
[Seite 1200] ion. u. poet statt ὑπερόριος, Theocr. 24, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερούριος: -ον, Ἰων. καὶ ποιητ. ἀντὶ ὑπερόριος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. ιων. τ.) βλ. υπερόριος.
Greek Monotonic
ὑπερούριος: -ον, Ιων. και ποιητ. αντί ὑπερόριος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερούριος: и 3 ион. = ὑπερόριος.