φαλάκρωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
(44)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φαλακρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />η [[φαλάκρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαλακρή [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> φαλακρό [[μέρος]] («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης [[πολλά]]», Ιωάνν. Χρυσ.).
|mltxt=το, ΝΜΑ [[φαλακρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />η [[φαλάκρωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φαλακρή [[κεφαλή]]<br /><b>2.</b> φαλακρό [[μέρος]] («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης [[πολλά]]», Ιωάνν. Χρυσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''φᾰλάκρωμα:''' ατος τό досл. плешь, перен. плешивый человек Cic.
}}
}}

Revision as of 05:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλάκρωμα Medium diacritics: φαλάκρωμα Low diacritics: φαλάκρωμα Capitals: ΦΑΛΑΚΡΩΜΑ
Transliteration A: phalákrōma Transliteration B: phalakrōma Transliteration C: falakroma Beta Code: fala/krwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bald head, used for a bald man, Cic. Att.14.2.3.    II bald place, LXX Le.13.42, al.: pl., ib.Ez.27.31 cod. A.

German (Pape)

[Seite 1253] τό, das Kahlgemachte, der kahle Kopf, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλάκρωμα: τό, γυμνότης, φαλακρὰ κεφαλή, ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ φαλακροῦ ἀνθρώπου, Κικ. πρ. Ἀττ. 14. 2. ΙΙ. = φαλάκρωσις, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΖϳ, 31 κῶδ. Ἀλεξ.).

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ [[φαλακρῶ, -ώνω]]
η φαλάκρωση
αρχ.
1. φαλακρή κεφαλή
2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.).

Russian (Dvoretsky)

φᾰλάκρωμα: ατος τό досл. плешь, перен. плешивый человек Cic.