χαλκευτής: Difference between revisions
From LSJ
ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[χαλκεύς]], σε Ανθ. | |lsmtext='''χαλκευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[χαλκεύς]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χαλκευτής:''' οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = [[Πίνδαρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:56, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = χαλκεύς, χ. ὕμνων AP7.34 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, = χαλκεύς, der Schmied, auch übertr., ὕμνων, Antp. Sid. 79 (VII, 34), so heißt Pindar.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς. Πιερικὰν σάλιπγγα, τὸν εὐαγέων βαρὺν ὕμνων χαλκευτὰν κατέχει Πίνδαρον ἅδε κόνις Ἀνθ. Π. 7. 34.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ χαλκεύω
χαλκεύς, χαλκουργός
νεοελλ.
1. πλάστης, δημιουργός
2. μτφ. συκοφάντης, μηχανορράφος
αρχ.
(γενικά) τεχνίτης, κατασκευαστής.
Greek Monotonic
χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
χαλκευτής: οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = Πίνδαρος.