φυτευτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(45)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [[φυτεύω]]<br />αυτός που φυτεύει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] [[λαχανικά]] ή [[σπαρτά]], [[σκαλεύς]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν [[φυτεύω]]<br />αυτός που φυτεύει<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκαλίζει, [[ιδίως]] [[λαχανικά]] ή [[σπαρτά]], [[σκαλεύς]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠτευτής:''' οῦ ὁ плантатор или садовник Arst.
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτευτής Medium diacritics: φυτευτής Low diacritics: φυτευτής Capitals: ΦΥΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: phyteutḗs Transliteration B: phyteutēs Transliteration C: fyteftis Beta Code: futeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, =

   A pastinator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1319] ὁ, der Pflanzer (?).

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτής: -οῦ, ὁ, φυτεύων, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 7, 4.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, θηλ. φυτεύτρα Ν φυτεύω
αυτός που φυτεύει
αρχ.
αυτός που σκαλίζει, ιδίως λαχανικά ή σπαρτά, σκαλεύς.

Russian (Dvoretsky)

φῠτευτής: οῦ ὁ плантатор или садовник Arst.