διακωλυτέον: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(3) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διακωλῡτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να παρεμποδίσει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''διακωλῡτέον:''' ρημ. επίθ., πρέπει [[κάποιος]] να παρεμποδίσει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διακωλυτέον, adj. verb. van διακωλυω, men moet verhinderen. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A one must prevent, Pl.R.401b, Agath.2.6.
Greek (Liddell-Scott)
διακωλῡτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἐμποδίσῃ, Πλάτ. Πολ. 401Β.
Spanish (DGE)
hay que impedir Pl.R.401b, Agath.2.6.3.
Greek Monotonic
διακωλῡτέον: ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να παρεμποδίσει, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακωλυτέον, adj. verb. van διακωλυω, men moet verhinderen.