κεκάδοντο: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(5)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεκάδοντο:''' [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του <i>χάζομαι</i>.
|lsmtext='''κεκάδοντο:''' [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του <i>χάζομαι</i>.
}}
{{elnl
|elnltext=κεκάδοντο en κεκαδών zie κεκαδεῖν.
}}
}}

Revision as of 07:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1413] aor. zu χάζομαι.

French (Bailly abrégé)

v. χάζω.

English (Autenrieth)

see χάζομαι.

Greek Monotonic

κεκάδοντο: [ᾰ], γʹ πληθ. Επικ. αορ. βʹ του χάζομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκάδοντο en κεκαδών zie κεκαδεῖν.