κοινωνητέον: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(5)
(nl)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοινωνητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι κοινό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''κοινωνητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι κοινό, σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινωνητέον, adj. verb. van κοινωνέω, men moet gezamenlijk delen.
}}
}}

Revision as of 07:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινωνητέον Medium diacritics: κοινωνητέον Low diacritics: κοινωνητέον Capitals: ΚΟΙΝΩΝΗΤΕΟΝ
Transliteration A: koinōnētéon Transliteration B: koinōnēteon Transliteration C: koinoniteon Beta Code: koinwnhte/on

English (LSJ)

   A one must share in, τινός τινι Pl.R.403b; φιλίας Ph.2.401; ὀνειδῶν Plu.Pomp.44.

Greek (Liddell-Scott)

κοινωνητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κοινωνεῖν, τινός τινι Πλάτ. Πολ. 403Β.

Greek Monotonic

κοινωνητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι κοινό, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινωνητέον, adj. verb. van κοινωνέω, men moet gezamenlijk delen.