παιδόφιλος: Difference between revisions

From LSJ

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
(30)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιδόφιλος]], -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τα [[παιδιά]], [[φιλότεκνος]]<br /><b>2.</b> [[παιδεραστής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παιδοφίλη</i><br />[[προσωνυμία]] της Δήμητρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
|mltxt=[[παιδόφιλος]], -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά τα [[παιδιά]], [[φιλότεκνος]]<br /><b>2.</b> [[παιδεραστής]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ παιδοφίλη</i><br />[[προσωνυμία]] της Δήμητρος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παῖς]], <i>παιδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[φίλος]]].
}}
{{elnl
|elnltext=παιδόφιλος -η -ον [παῖς, φίλος] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.
}}
}}

Revision as of 07:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδόφῐλος Medium diacritics: παιδόφιλος Low diacritics: παιδόφιλος Capitals: ΠΑΙΔΟΦΙΛΟΣ
Transliteration A: paidóphilos Transliteration B: paidophilos Transliteration C: paidofilos Beta Code: paido/filos

English (LSJ)

ον,

   A loving children, fem. παιδοφίλη, epith. of Demeter, Orph.H.40.13; Γέλλως παιδοφιλωτέρα, of over-fond mothers, Sapph.47.

German (Pape)

[Seite 442] Kinder, bes. Knaben liebend, wie παιδεραστής. – Ein Sprichwort Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα erwähnt Zenob. 3, 3. – Ein fem. παιδοφίλη, Beiname der Ceres, Orph. H. 39, 13.

Greek (Liddell-Scott)

παιδόφῐλος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς παῖδας, θηλ. παιδοφίλη, ἐπίθετ. τῆς Δήμητρος, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 13· Γελλοῦς παιδοφιλωτέρα, «ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων, ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν, τρυφῇ δὲ διαφθειρόντων αὐτὰ» Ζηνόβ. 3, 3. Παροιμιογρ.

Greek Monolingual

παιδόφιλος, -ον, θηλ. και παιδοφίλη (Α)
1. αυτός που αγαπά τα παιδιά, φιλότεκνος
2. παιδεραστής
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοφίλη
προσωνυμία της Δήμητρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + φίλος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδόφιλος -η -ον [παῖς, φίλος] (zijn of haar) kinderen liefhebbend.