Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πανοικεσίᾳ: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(30)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πανοικησίᾳ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> [[μαζί]] με όλη την [[οικογένεια]], οικογενειακώς («[[πανοικεσίᾳ]] τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. [[πανοικεσία]] <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οικεσία</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰκέτ</i>- του <i>οἰκέτ</i>-<i>ης</i> με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>), <b>πρβλ.</b> <i>απ</i>-<i>οικεσία</i>, <i>κατ</i>-<i>οικεσία</i>. <i>Ο</i> τ. [[πανοικησίᾳ]] <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἴκησις]].
|mltxt=και [[πανοικησίᾳ]] Α<br /><b>επίρρ.</b> [[μαζί]] με όλη την [[οικογένεια]], οικογενειακώς («[[πανοικεσίᾳ]] τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. [[πανοικεσία]] <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>οικεσία</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>οἰκέτ</i>- του <i>οἰκέτ</i>-<i>ης</i> με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>), <b>πρβλ.</b> <i>απ</i>-<i>οικεσία</i>, <i>κατ</i>-<i>οικεσία</i>. <i>Ο</i> τ. [[πανοικησίᾳ]] <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[οἴκησις]].
}}
{{elnl
|elnltext=πανοικεσίᾳ [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.
}}
}}

Revision as of 07:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνοικεσίᾳ Medium diacritics: πανοικεσίᾳ Low diacritics: πανοικεσία Capitals: ΠΑΝΟΙΚΕΣΙΑ
Transliteration A: panoikesíāi Transliteration B: panoikesia Transliteration C: panoikesia Beta Code: panoikesi/a|

English (LSJ)

Adv.

   A with all the household, Th.2.16, 3.57, Antipho Soph.108, D.H.7.18, PLond.2.479.4 (iii A. D.), etc.:—also πᾰνοικ-ησίᾳ, Max.Tyr.19.1, Sammelb.6267.18 (iii A. D.), v.l. in Th.3.57.

Greek Monolingual

και πανοικησίᾳ Α
επίρρ. μαζί με όλη την οικογένεια, οικογενειακώς («πανοικεσίᾳ τὰς ἀναστάσεις ἐποιοῡντο», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει προέλθει από τη δοτ. ενός αμάρτυρου ουσ. πανοικεσία < παν- + -οικεσία (< θ. οἰκέτ- του οἰκέτ-ης με συριστικοποίηση του -τ- + κατάλ. -ία), πρβλ. απ-οικεσία, κατ-οικεσία. Ο τ. πανοικησίᾳ < παν- + οἴκησις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανοικεσίᾳ [πᾶς, οἶκος] adv., met de hele familie.