περιτέχνησις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(3b)
(nl)
Line 16: Line 16:
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιτέχνησις:''' εως ἡ находчивость, хитрость Thuc.
|elrutext='''περιτέχνησις:''' εως ἡ находчивость, хитрость Thuc.
}}
{{elnl
|elnltext=περιτέχνησις -εως, ἡ [περί, τεχνάομαι] slimheid.
}}
}}

Revision as of 07:56, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 596] ἡ, vorzügliche Kunst, List, Thuc. 3, 82.

Greek (Liddell-Scott)

περιτέχνησις: ἡ, πανοῦργον τέχνασμα, δόλος, τῶν ἐπιχειρήσεων περιτεχνήσει Θουκ. 3. 82, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 19.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
invention ingénieuse, ruse.
Étymologie: περί, τεχνάομαι.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περιτεχνώμαι
1. έξοχη, εξαίρετη τέχνη
2. τέχνασμα, πανουργία, δόλος.

Greek Monotonic

περιτέχνησις: ἡ (τεχνάομαι), πανούργο τέχνασμα ή δόλος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περιτέχνησις: εως ἡ находчивость, хитрость Thuc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιτέχνησις -εως, ἡ [περί, τεχνάομαι] slimheid.