σμηγματώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
(37) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σμῆγμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως [[σαπούνι]]. | |mltxt=-ῶδες, Α [[σμῆγμα]], -<i>ατος</i>]<br />αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως [[σαπούνι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like a σμῆγμα, fatty, Hp.Acut.53; τροφή Aret.CA1.10, cf. 2.1; χυλοί Id.CD1.13.
German (Pape)
[Seite 910] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σμηγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς σάπων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σμῆγμα, -ατος]
αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως σαπούνι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep).