συγκατοικτίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συγκατοικτίζομαι:''' совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ [[οἷα]] [[πάσχω]] Soph.).
|elrutext='''συγκατοικτίζομαι:''' совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ [[οἷα]] [[πάσχω]] Soph.).
}}
{{elnl
|elnltext=συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.
}}
}}

Revision as of 08:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικτίζομαι Medium diacritics: συγκατοικτίζομαι Low diacritics: συγκατοικτίζομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatoiktízomai Transliteration B: synkatoiktizomai Transliteration C: sygkatoiktizomai Beta Code: sugkatoikti/zomai

English (LSJ)

Med., fut. -ιοῦμαι,

   A lament with or together, S. Tr.535.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικτίζομαι: Μεσ., κατοικτίζομαι, θρηνολογῶ ὁμοῦ, Σοφ. Τρ. 535.

French (Bailly abrégé)

déplorer ensemble.
Étymologie: σύν, κατά, οἰκτίζω.

Greek Monolingual

Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].

Greek Monolingual

Α
θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατοικτίζομαι «θρηνώ για τον εαυτό μου»].

Greek Monotonic

συγκατοικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, Μέσ., θρηνώ μαζί, από κοινού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατοικτίζομαι: совместно сетовать, оплакивать (τὰ δ᾽ οἷα πάσχω Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκατοικτίζομαι [σύν, κατοικτίζω] samen bejammeren.