σπληνῖτις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(4)
(nl)
Line 4: Line 4:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπληνῖτις:''' ῐδος adj. f селезеночный ([[φλέψ]] Arst.).
|elrutext='''σπληνῖτις:''' ῐδος adj. f селезеночный ([[φλέψ]] Arst.).
}}
{{elnl
|elnltext=σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.
}}
}}

Revision as of 08:52, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

σπληνῖτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα εἰς τὸν σπλῆνα, φλὲψ σπλ., αἱματοφόρον τι ἀγγεῖον τοῦ σπληνός, Συέννεσ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 2, 7, Ροῦφος.

Russian (Dvoretsky)

σπληνῖτις: ῐδος adj. f селезеночный (φλέψ Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπληνῖτις -ιδος, ἡ [σπλήν] van de milt, milt-.