συνωριαστής: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(4b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνωριαστής:''' οῦ ὁ [[συνωρίς]] синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc. | |elrutext='''συνωριαστής:''' οῦ ὁ [[συνωρίς]] синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
conducteur d’un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].
Greek Monotonic
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συνωριαστής: οῦ ὁ συνωρίς синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan.