συνερτικός: Difference between revisions
From LSJ
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunertiko/s | |Beta Code=sunertiko/s | ||
|Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[συνερκτικός]].</span> | |Definition=<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> v. [[συνερκτικός]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:39, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. συνερκτικός.
Greek Monolingual
και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.
Russian (Dvoretsky)
συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v. l. συνερκτικός).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνερτικός -ή -όν [συνείρω] goed in het aaneenrijgen (van woorden of argumenten).