σμῆριγξ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_12)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σμῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, = [[μῆριγξ]], Λυκόφρ. 37, [[Πολυδ]]. Β΄, 22. - «πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες», καὶ «[[σμῆριγξ]]· πόα. καὶ [[εἶδος]] ἀκάνθης».
|lstext='''σμῆριγξ''': -ιγγος, ἡ, = [[μῆριγξ]], Λυκόφρ. 37, [[Πολυδ]]. Β΄, 22. - «πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες», καὶ «[[σμῆριγξ]]· πόα. καὶ [[εἶδος]] ἀκάνθης».
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[μῆριγξ]].
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῆριγξ Medium diacritics: σμῆριγξ Low diacritics: σμήριγξ Capitals: ΣΜΗΡΙΓΞ
Transliteration A: smē̂rinx Transliteration B: smērinx Transliteration C: smirigks Beta Code: smh=rigc

English (LSJ)

ιγγος, ἡ,

   A hair, Lyc.37, Poll.2.22; esp. on the thighs and necks of dogs, Hsch.    II σμῆρι<γ>ξ· πόα, καὶ εἶδος ἀκάνθης, Id.; cf. μῆριγξ.

German (Pape)

[Seite 911] ἡ, = μῆριγξ (w. m. s.), Lycophr. 37.

Greek (Liddell-Scott)

σμῆριγξ: -ιγγος, ἡ, = μῆριγξ, Λυκόφρ. 37, Πολυδ. Β΄, 22. - «πλεκταί, σειραί. βόστρυχοι, καὶ τῶν κυνῶν ἐν τοῖς μηροῖς καὶ τοῖς αὐχέσιν ὀρθαὶ τρίχες», καὶ «σμῆριγξ· πόα. καὶ εἶδος ἀκάνθης».

Frisk Etymological English

See also: s. μῆριγξ.