αὔληρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_21)
(1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔληρα''': τά, Δωρ. [[ἀντί]] [[εὔληρα]]· - «τά [[ἡνία]], τοὺς ἱμάντας... παρὰ δὲ Ἐπιχάρμω [[αὔληρα]] εἴρηται» Ἐτυμ. Μ. 393. 5· «αὔληρον: ἱμὰς ἤ [[σχοινίον]], [[ὅπερ]] Ἴωνες εὔληρον» Α. Β. 464. 2. (Πιθ. [[ἀντί]] ἄϝληρα· ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει τὸν τύπον ἄβληρα (ἀβληρά Schmidt).
|lstext='''αὔληρα''': τά, Δωρ. [[ἀντί]] [[εὔληρα]]· - «τά [[ἡνία]], τοὺς ἱμάντας... παρὰ δὲ Ἐπιχάρμω [[αὔληρα]] εἴρηται» Ἐτυμ. Μ. 393. 5· «αὔληρον: ἱμὰς ἤ [[σχοινίον]], [[ὅπερ]] Ἴωνες εὔληρον» Α. Β. 464. 2. (Πιθ. [[ἀντί]] ἄϝληρα· ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει τὸν τύπον ἄβληρα (ἀβληρά Schmidt).
}}
{{etym
|etymtx=See also: [[εὔληρα]]
}}
}}

Revision as of 22:55, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔληρα Medium diacritics: αὔληρα Low diacritics: αύληρα Capitals: ΑΥΛΗΡΑ
Transliteration A: aúlēra Transliteration B: aulēra Transliteration C: aylira Beta Code: au)/lhra

English (LSJ)

(i.e. ἄϝληρα, cf. ἄβληρα), τά, Dor. for εὔληρα (q.v.), Epich. 178: sg. in Hsch.

German (Pape)

[Seite 393] τά, dor., Epicharm. in VLL., = εὔληρα.

Greek (Liddell-Scott)

αὔληρα: τά, Δωρ. ἀντί εὔληρα· - «τά ἡνία, τοὺς ἱμάντας... παρὰ δὲ Ἐπιχάρμω αὔληρα εἴρηται» Ἐτυμ. Μ. 393. 5· «αὔληρον: ἱμὰς ἤ σχοινίον, ὅπερ Ἴωνες εὔληρον» Α. Β. 464. 2. (Πιθ. ἀντί ἄϝληρα· ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει τὸν τύπον ἄβληρα (ἀβληρά Schmidt).

Frisk Etymological English

See also: εὔληρα