ἔρινος: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_15) |
(1b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρινος''': ὁ, φυτὸν ἔχων ὁμοιότητα πρὸς τὸν βασιλικόν, δι’ ὅ λέγεται καὶ ὠκιμοειδές· «φύεται δὲ παρὰ ποταμοῖς καὶ κρήναις· φύλλα δὲ ἔχει ὠκίμοις ὅμοια, μικρότερα δὲ καὶ ἐπεσχισμένα» Διοσκ. 4. 29. | |lstext='''ἔρινος''': ὁ, φυτὸν ἔχων ὁμοιότητα πρὸς τὸν βασιλικόν, δι’ ὅ λέγεται καὶ ὠκιμοειδές· «φύεται δὲ παρὰ ποταμοῖς καὶ κρήναις· φύλλα δὲ ἔχει ὠκίμοις ὅμοια, μικρότερα δὲ καὶ ἐπεσχισμένα» Διοσκ. 4. 29. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: plant name (Nic., Ps.-Dsc.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained. See André, Lexique s.v. [[erineos]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:03, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ, a plant like
A basil, Nic.Th.647, cf. Diocl.Fr.149. 2 = ἐπιμήδιον, Ps.-Dsc.4.19, v.l. for ἐχῖνος, Dsc.4.141, cf. Paul.Aeg.7.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρινος: ὁ, φυτὸν ἔχων ὁμοιότητα πρὸς τὸν βασιλικόν, δι’ ὅ λέγεται καὶ ὠκιμοειδές· «φύεται δὲ παρὰ ποταμοῖς καὶ κρήναις· φύλλα δὲ ἔχει ὠκίμοις ὅμοια, μικρότερα δὲ καὶ ἐπεσχισμένα» Διοσκ. 4. 29.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: plant name (Nic., Ps.-Dsc.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. See André, Lexique s.v. erineos.