Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόνναρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(21)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κόνναρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας κονναρίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το αειθαλές [[δένδρο]] [[ζίζυφος]] η [[κεντροφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. [[κατά]] το [[κόμαρος]].
|mltxt=ο (Α [[κόνναρος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] δικοτυλήδονων [[φυτών]] της οικογένειας κονναρίδες<br /><b>αρχ.</b><br />το αειθαλές [[δένδρο]] [[ζίζυφος]] η [[κεντροφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. [[κατά]] το [[κόμαρος]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">name of a thorny evergreen shrub, Zizyphus Spina Christi</b> (Theopomp. Hist.); <b class="b3">κόνναρον καρπὸς δένδρου ὅμοιος</b> (<b class="b3">ὁμοίου</b>?) <b class="b3">παλιούρῳ</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">κόμαρος</b> (s. v.) a. o.; further dark. Prob. Pre-Greek..
}}
}}

Revision as of 03:40, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόννᾰρος Medium diacritics: κόνναρος Low diacritics: κόνναρος Capitals: ΚΟΝΝΑΡΟΣ
Transliteration A: kónnaros Transliteration B: konnaros Transliteration C: konnaros Beta Code: ko/nnaros

English (LSJ)

ὁ, a prickly evergreen,

   A Zizyphus Spina-Christi, Theopomp. Hist.129, Agathocl.6:—neut. κόνναρον, τό, its fruit, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, s. κόναρος.

Greek (Liddell-Scott)

κόννᾰρος: ὁ, ἀειθαλὲς δένδρον ἀκανθῶδες ὡς ἡ κήλαστροςπαλίουρος, Θεοπόμπ. Ἱστ. 145, Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 649F· ― οὐδ. κόνναρον, τό, ὁ καρπὸς αὐτοῦ, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο (Α κόνναρος)
νεοελλ.
βοτ. γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας κονναρίδες
αρχ.
το αειθαλές δένδρο ζίζυφος η κεντροφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., σχηματισμένη πιθ. κατά το κόμαρος.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a thorny evergreen shrub, Zizyphus Spina Christi (Theopomp. Hist.); κόνναρον καρπὸς δένδρου ὅμοιος (ὁμοίου?) παλιούρῳ H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like κόμαρος (s. v.) a. o.; further dark. Prob. Pre-Greek..