ὀλαγμεύειν: Difference between revisions

From LSJ

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220
(28)
(2b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλαγμεύειν]] (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀλὰς βάλλειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὀλαί]] / [[οὐλαί]].
|mltxt=[[ὀλαγμεύειν]] (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «ὀλὰς βάλλειν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η [[σύνδεση]] της λ. με το [[ὀλαί]] / [[οὐλαί]].
}}
{{etym
|etymtx=ὀλαιμ- See also: s. <b class="b3">λαίγματα</b>, <b class="b3">οὐλαι</b>.
}}
}}

Revision as of 05:05, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλαγμεύειν Medium diacritics: ὀλαγμεύειν Low diacritics: ολαγμεύειν Capitals: ΟΛΑΓΜΕΥΕΙΝ
Transliteration A: olagmeúein Transliteration B: olagmeuein Transliteration C: olagmeyein Beta Code: o)lagmeu/ein

English (LSJ)

ὀλὰς βάλλειν, Phot. ὀλαεῖ·

ἐνοχλεῖ, καὶ ὀλαθεῖ ὁμοίως, Hsch. ὀλαί,

   A v. οὐλαί.

Greek Monolingual

ὀλαγμεύειν (Α)
(κατά τον Φώτ.) «ὀλὰς βάλλειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση της λ. με το ὀλαί / οὐλαί.

Frisk Etymological English

ὀλαιμ- See also: s. λαίγματα, οὐλαι.